μπαρούμα

μπαρούμα
και παρούμα, η
σχοινί με το οποίο δένουν τη βάρκα από την πλώρη στη στεριά, το πεισμάτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. paroma].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μπαρούμα — η (λ. βενετ.), το σκοινί με το οποίο δένουν την πλώρη των καραβιών στη στεριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… …   Dictionary of Greek

  • πεισμάτιο — το / πεισμάτιον, ΝΜΑ [πείσμα, ατος (II)] (υποκορ. τού πεῑσμα II) νεοελλ. σχοινί με το οποίο δένεται η βάρκα από την πλώρη, κν. μπαρούμα αρχ. μσν. ομφαλικός δεσμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”